- βάλλοντες
- βάλλωthrowpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STRAMEN — ex Graeco ςτρῶμα, quod ex hordeo optimum esse, habet Plin. l. 18. c. 7. inter alios usus, non capiti solum, contra Solis ardorem, aestivô tempore, tuendo, sed et calceandis quoque pedibus inservire, tradit de popularibus suis Ben. Balduinus:… … Hofmann J. Lexicon universale
κατακρουνίζω — (Α) χύνω νερό με δύναμη πάνω από κάποιον ή από κάτι («ἐξ υψηλοτέρου βάλλοντες καὶ οἷον κατακρουνίζοντες», Γαλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρουνίζω «ρίχνω νερό με δύναμη προς τα κάτω» (< κρουνός)] … Dictionary of Greek
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
προεκθέω — Α 1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.) 2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῑν τοῡ λογισμοῡ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
ρηχάδαι — και ῥηχιάδαι Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς καταδίκους εἰς ῥαχίας βάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηχίη, ιων. τ. τού ῥαχία* «απότομη, βραχώδης ακτή» + κατάλ. άδης (πρβλ. μυστ άδης) … Dictionary of Greek
σαύνιον — και σαυνίον, τὸ, Α 1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ ἵππων βάλλοντες», Στράβ.) 2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek